κισσόφυλλον
English (LSJ)
τό,
A ivy-leaf, Διονύσου κ., as a brand, LXX 3 Ma.2.29. 2 part of a torsion-engine shaped like an ivy-leaf, Ph.Bel.70.33. II = κυκλάμινος, Ps.-Dsc.2.164.
German (Pape)
[Seite 1443] τό, eine Art κυκλάμινον, s. κισσάνθεμον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κισσόφυλλον: τό, φύλλον κισσοῦ, Φίλωνος Ἀρχ. Μαθ. 70. ΙΙ. ἴδε ἐν λέξ. κισσάνθεμον.
Greek Monolingual
κισσόφυλλον, τὸ (AM)
φύλλο κισσού
αρχ.
είδος κυκλάμινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -φυλλον (< φύλλον), πρβλ. μηλό-φυλλον, ροδό-φυλλον].