κισσάνθεμον
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
τό, v. sub κισσάμπελος.
German (Pape)
[Seite 1442] τό, ein Kraut, sonst ἑλξίνη genannt, Galen. – Auch eine Art κυκλάμινον heißt so nach Diosc. u. κισσόφυλλον, wegen Ähnlichkeit der Blätter mit dem Epheu.
Greek (Liddell-Scott)
κισσάνθεμον: τό, φυτόν τι, κοινότερον ἑλξίνη, Διοσκ. 4. 39, Γαλ. 13. 173. ― Εἶδός τι κυκλαμίνου καλεῖται καὶ κισσάνθεμον καὶ κισσόφυλλον, ἐκ τῆς μορφῆς τῶν φύλλων, Διοσκ. 2. 195, Γαλην.