πουν, gen. ποδος,
A left-footed, Cyr.
λαιόπους, -ουν (Α)αυτός που έχει μόνο το αριστερό πόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιός (ΙΙ) + πούς (πρβλ. ὠκύ-πους)].