λαιόπους

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιόπους Medium diacritics: λαιόπους Low diacritics: λαιόπους Capitals: ΛΑΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: laiópous Transliteration B: laiopous Transliteration C: laiopous Beta Code: laio/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος, left-footed, Cyr.

Greek Monolingual

λαιόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μόνο το αριστερό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιός (ΙΙ) + πούς (πρβλ. ὠκύπους)].