τρισβδέλυρος

Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A thrice-abominable, Suid. s.v. Διονυσίων σκωμμάτων.

Greek (Liddell-Scott)

τρισβδέλῠρος: -ον, τρὶς βδελυρός, βδελυρώτατος, «ὁ τρισβδέλυρος καὶ κυκῶν καὶ φύρδην καὶ μίγδην ποιῶν ἅπαντα» Συγγραφεὺς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. διονυσίων σκωμμάτων.

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + βδελυρός «σιχαμερός»].