προεπικόπτω

Revision as of 16:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A cut down, trim first, στήλας IG7.3073.68,145(Lebad.).

Greek (Liddell-Scott)

προεπικόπτω: ἐπικόπτω (δηλ. κόπτω τὸ ἄκρον) πρότερον, προεπικόψας τὰς στήλας Ἐπιγρ. Λεβαδ. Dittenb. 2540, 68 (πρβλ. 145, Michel 589), ἴδε ἐπικοπή.

Greek Monolingual

Α ἐπικόπτω
κόβω προηγουμένως το άκρο.