κρυσταλλόπηκτος

Revision as of 17:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A congealed to ice, frozen, E.Rh.441:— also κρυσταλλο-πήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, A.Pers.501.

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλόπηκτος: -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― ὡσαύτως, κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κρυσταλλόπηκτος, -ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, -ῆγος)
παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλό-πηκτος, σακχαρό-πηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματο-πήξ, κλινο-πήξ].

Greek Monotonic

κρυσταλλόπηκτος: -ον, κατεψυγμένος, παγωμένος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλόπηκτος: обледеневший, ледяной (φυσήματα Eur.).

Middle Liddell

κρυσταλλό-πηκτος, ον
congealed to ice, frozen, Eur.