ἁλιεργής

Revision as of 17:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ές,

   A working in sea, fishing, Opp.H.4.635:— also ἁλι-εργός, όν, Nonn.D.40.306.    II = ἁλουργής, purple, EM63.45.

German (Pape)

[Seite 96] ές, im Meere arbeitend, von Fischern, Opp. H. 4, 635; nach E. M. = ἁλουργής, purpurn.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιεργής: -ές, ὁ ἐργαζόμενος εν τῇ θαλάσσῃ, ἁλιεύων, Ὀππ. Ἁλ. 4.635, ὡσαύτως ἁλιεργός, όν, Νόνν. Δ. 40, 306. ΙΙ. ἁλουργής, πορφυροῦς, Ἐτυμ. Μ.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
1 que trabaja en el mar Opp.H.4.635, cf. ἁλιεργέα· ἐν θαλάσσῃ εἰργασμένα EM α 844.
2 ἁλιεργέα· ποργυροεργῆ EM α 844.

Greek Monolingual

ἁλιεργής, -ὲς και ἁλιεργὸς (Α)
1. αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, αλιευτικός
2. πορφυρός, ερυθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -εργής, -εργὸς < ἔργον.