Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλιευτικός

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁλιευτικός, -ή, -όν) ἁλιεύω
1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό, ο ψαράδικος
2. το θηλ. ως ουσ. η αλιευτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του ψαρέματος, η ψαρική
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αλιευτικό
μηχανοκίνητο συνήθως πλοιάριο αλλά και μεγάλο πλοίο κατάλληλα εξοπλισμένο για ψάρεμα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἁλιευτικόν
το σύνολο τών ψαράδων, οι ψαράδες
2. βιβλίο ή ποίημα που μιλάει για την αλιεία (και στον πληθυντικό).