μήρυξ

Revision as of 18:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

υκος, ὁ,

   A a ruminating fish, Scarus cretensis, Arist.HA632b10.

German (Pape)

[Seite 178] υκος, ὁ, ein wiederkäuender Fisch, Arist. H. A. 9, 50.

Greek (Liddell-Scott)

μήρυξ: -ῡκος, ὁ, ἰχθύς τις μηρυκώμενος, οἷος ὁ σκάρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 12.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
sorte de poisson ruminant.
Étymologie: μηρυκάομαι.

Greek Monolingual

μήρυξ, -υκος, ὁ (Α)
το ψάρι σκάρος ο κρητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μηρυκάζω. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι επειδή πιστευόταν ότι μηρυκάζει την τροφή του].

Russian (Dvoretsky)

μήρυξ: υκος ὁ рыба морской попугай (Scarus cretensis) Arst.