μαυλιστήριον

Revision as of 19:15, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A bawd's hire, Hippon.126; but also, brothel, PLond.5.1877.7 (vi A.D.).

Greek Monolingual

μαυλιστήριον, τὸ (Α)
1. ο μισθός, η αμοιβή την οποία παίρνει ο προαγωγός
2. οίκος ανοχής, πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. γυμνασ-τήριο)].