εἰσφοιτάω

Revision as of 08:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ")

English (LSJ)

pf. -πεφοίτηκα,

   A go often into, ἐς τοὐπτάνιον Ar.Eq. 1033 ; πρὸς τὴν ἄλοχον E.Andr.945 : abs., Lys.Fr.58 : c. acc., κλισίας Q.S.3.433 ; to be imported, of goods, D.C. 43.24, 60.11.

German (Pape)

[Seite 746] oft hineingehen; ἐς τοὐπτάνιον Ar. Equ. 1033; πρός τινα, Eur. Andr. 946 u. Sp.; auch übertr., von Waaren, τὸ ὕφασμα παρ' ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς εἰσπεφοίτηκεν D. Cass. 43, 24.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφοιτάω: μέλλ. -ήσω, ὑπάγω συχνά, εἰσέρχομαι συχνά, συχνάζω εἴς τι μέρος, ἐσφοιτῶν τ’ ἐς τοὐπτάνιον κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033· πρός τινα Εὐρ. Ἀνδρ. 945· - ἐπὶ ἐμπορευμάτων, εἰσάγομαι, ἔρχομαι, τοῦτο τὸ ὕφασμα... παρ’ ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς ἐσπερφοίτηκεν Δίων Κ. 43, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’introduire ou venir fréquemment dans ou chez;
2 être importé en parl. de marchandises.
Étymologie: εἰς, φοιτάω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Ar.Eq.1033, E.Andr.945, Hp.Morb.2.19
I c. rég. de lugar
1 entrar una y otra vez ἐς τοὐπτάνιον Ar.l.c., εἰς Ἀκράγαντα Luc.Phal.1.10, c. ac. direcc. κλισίας Q.S.3.433, c. compl. sobreentendido por cont., Lys.Fr.58Th, Aeschin.1.10, Eus.Hierocl.25.10, Eun.VS 503.
2 entrar, acceder εἰς τὰ βασίλεια Them.Or.15.190c, εἰς τὸ χωρίον Ael.Ep.14, c. ac. direcc. ἱερά Philostr.VA 1.11, c. compl. sobreentendido por cont., Ph.2.591, Clem.Al.Strom.6.3.33
ingresar εἰς τὰ μοναστήρια Iust.Nou.133.3
fig. c. suj. abstr. introducirse, meterse ἐς τὰ ὦτα ὀδύνη ἐσφοιτᾷ Hp.l.c., πρὶν τοὺς γραπτοὺς εἰσφοιτῆσαι νόμους antes de que se introdujeran las leyes escritas Iust.Nou.74.1, 89.9 proem.
II c. rég. de pers.
1 c. suj. de pers. ir de visita πρὸς τὴν ἐν οἴκοις ἄλοχον ἐσφοιτᾶν ἐᾶν γυναῖκας E.l.c., ὡς τὸν Πιττάλακον Aeschin.1.57, c. compl. sobreentendido por cont., Hld.8.6.2, Lib.Decl.25.43.
2 c. suj. de cosa llegar πρὸς ἡμᾶς ref. la importación de bienes, D.C.43.24.2, cf. 60.11.2, c. dat. γραμματεῖα ... εἰσεφοῖτα ... αὐτῷ Luc.Tox.13.

Greek Monotonic

εἰσφοιτάω: μέλ. -ήσω, πηγαίνω συχνά προς ή σε κάποιο μέρος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσφοιτάω: староатт. ἐσφοιτάω часто посещать, бывать, захаживать (προς τινα Eur.; εἰς τὸ ὀπτάνιον Arph.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to go often to or into, Eur., Ar.