ῥέος

Revision as of 13:40, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

εος, τό, (ῥέω)

   A like ῥεῦμα, anything flowing, stream, A.Ag.901, Pr.676,812; also of tears, δακρυσίστακτον ῥ. ib.401.

German (Pape)

[Seite 838] τό, wie ῥεῦμα, das Fließende, der Fluß, Aesch. Prom. 679. 814; πηγαῖον, Ag. 875; auch vom Thränenstrome, Prom. 399.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέος: τό, (ῥέω) ὡς τὸ ῥεῦμα, τὸ ῥέον, ῥυάκιον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 901, Πρ. 676, 812· ὡσαύτως ἐπὶ δακρύων, δακρυσίστακτον ῥ. αὐτόθι 400.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
fleuve, ruisseau, ruisseau de larmes.
Étymologie: ῥέω.

Greek Monolingual

-ους και -εος, τὸ, Α
1. ρεύμα, ρυάκι
2. φρ. «δακρυσίστακτον ῥέος»
μτφ. ρεύμα, ποτάμι δακρύων (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα του ρ. ῥέω].

Greek Monotonic

ῥέος: τό (ῥέω), = ῥεῦμα, ρεύμα, ρυάκι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ῥέος: τό (только nom. и acc. sing.) поток (ῥ. Λέρνης Aesch.): εὔποτον ῥ. (sc. Νείλου) Aesch. благотворные воды Нила; πηγαῖον ῥ. Aesch. ключевая вода; δακρυσίστακτον ῥ. Aesch. поток слез.

Middle Liddell

English (Woodhouse)

stream