ἄνοικτος

Revision as of 14:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον,

   A pitiless, ruthless, E.Tr.787, Ar.Th.1022. Adv. ἀνοίκτως = without pity, without being pitied, S.OT180, E.Tr.756: also ἀνοίκτρως Ant.Lib.39 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 240] erbarmungslos, unbarmherzig, Ar. Th. 1022; Eur. Troad. 782. – Adv., Soph. O. R. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοικτος: -ον, ὁ ἄνευ οἴκτου ἢ ἐλέους, ἀνοικτίρμων, σκληρός, Εὐρ. Τρῳ. 782, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1022: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ ἐλέους, χωρὶς νὰ λυπῆταί τις, νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ θαναταφόρα κεῖται ἀνοίκτως Σοφ. Ο. Τ. 180, Εὐρ. Τρῳ. 751.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impitoyable.
Étymologie: ἀ, οἶκτος.

Spanish (DGE)

-ον
1 implacable ὅστις ἄνοικτος ... ἐστίν E.Tr.787, ἄνοικτος ὃς ... E.Fr.120, cf. Ar.Th.1022, de un tipo de delfines, Ael.NA 16.18, ψυχή LXX 3Ma.4.4.
2 adv. -ως sin piedad κεῖται ἀ. S.OT 181, ὑψόθεν πεσὼν ἀ. E.Tr.756.

Greek Monotonic

ἄνοικτος: -ον, ανοικτίρμων, σκληρός, αδίστακτος, σε Ευρ.· επίρρ. -τως, χωρίς οίκτο, ανηλεώς, ανευσπλαχνικά, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνοικτος: безжалостный Eur., Arph.

Middle Liddell


pitiless, ruthless, Eur.:—adv. -τως, without pity, without being pitied, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

pitiless