διακώλυσις

Revision as of 14:20, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hindering, preventing, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Id.R.469e; ἀπὸ προαιρέσεων Arist.Rh.Al.1421b22.

German (Pape)

[Seite 585] ἡ, Verhinderung, Plat. Rep. V, 469 e; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακώλῡσις: -εως, ἡ, ἐμπόδιον, παρεμπόδισις, αἱ τῶν ἀναιρέσεων δ. Πλάτ. Πολ. 169Ε· τῶν προαιρέσεων Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’empêcher.
Étymologie: διακωλύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
oposición, impedimento τῶν ἀναιρέσεων Pl.R.469e, λόγων ἢ πράξεων Anaximen.Rh.1421b22.

Greek Monotonic

διακώλῡσις: -εως, ἡ, εμπόδιο, κώλυμα, παρεμπόδιση, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακώλυσις -εως, ἡ [διακωλύω] belemmering.

Russian (Dvoretsky)

διακώλῡσις: εως ἡ противодействие (τινος Plat., Arst.).

Middle Liddell

διακώλῡσις, εως n [from διακωλύω
a hindering, Plat.

English (Woodhouse)

prevention