τετράπτιλος

Revision as of 14:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον,

   A four-winged, Ar.Ach.1082.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Federn, Ar. Ach. 1046.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπτῐλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, βούλει μάχεσθαι Γηρυόνῃ τετραπτίλῳ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre ailes.
Étymologie: τέσσαρες, πτίλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες, τετράπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πτίλον «φτερούγα, πούπουλο»].

Greek Monotonic

τετράπτῐλος: [ᾰ], -ον (πτίλον), αυτός που έχει τέσσερα πτερύγια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τετράπτῐλος: четырехперый Arph.

Middle Liddell

τετρά-˘πτῐλος, ον, πτίλον
four-winged, Ar.

English (Woodhouse)

four-winged