ἀνάκτωρ

Revision as of 15:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = ἄναξ, of gods, A.Ch.357, E.IT1414: pl., Cerc. 4.36, cf. Ptol.Tetr.122.

German (Pape)

[Seite 194] ορος, ὁ, Herrscher, Aesch. Ch. 352; πόντου Eur. I. A. 1414 u. sp. D. – Der Kaiser, D. C. 76, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκτωρ: -ορος, ὁ, = ἄναξ, Αἰσχύλ. Χο. 356, Εὐρ. Ι. Τ. 1414.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
maître, roi.
Étymologie: ἄναξ.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
1 soberano, rey, príncipe de dioses πόντου δ' ἀνάκτωρ ... Ποσειδῶν E.IT 1414, ποίους ἐπ' ἀνάκτορας ... ἢ τίνας οὐρανίδας Cerc.2.38, ὑπὸ τὴν τῶν ἀνακτόρων γένεσιν Ptol.Tetr.3.8.3, χθονίων ἔνερθε δαιμόνων ἀνάκτορες SB 8960.2 (I a.C.), de Agamenón en el Hades σεμνότιμος ἀνάκτωρ A.Ch.356
señor, dueño τὸ κρυφθὲν ... ἀνακτόρων las cosas ocultas por los príncipes S.Fr.757, cf. Hermog.Prog.6.
2 astrol. planeta dominante en un οἶκος Doroth.397.10.

Greek Monolingual

ἀνάκτωρ (-ορος), ο (Α)
(για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, εξουσιαστής, κυρίαρχος, άρχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάσσω.
ΠΑΡ. ἀνάκτορο(ν)
αρχ.
ἀνακτόριος αρχ.-μσν. ἀνακτορία.

Greek Monotonic

ἀνάκτωρ: -ορος, ὁ = ἄναξ, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκτωρ: ορος ὁ властелин, повелитель Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

chief, king, lord