ἔνερθε

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνερθε Medium diacritics: ἔνερθε Low diacritics: ένερθε Capitals: ΕΝΕΡΘΕ
Transliteration A: énerthe Transliteration B: enerthe Transliteration C: enerthe Beta Code: e)/nerqe

English (LSJ)

and ἔνερθεν; Dor. ἔνερθα A.D.Adv.153.17; also νέρθε and νέρθεν:
I Adv. from beneath, up from below, αὐτὰρ νέρθε Ποσειδάων ἐτίναξε Il.20.57; πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν εἰς φῶς A.Pers.630; τήνδ' ἔπεμψας νέρθεν ἐς φάος E.Alc.1139, cf. 985 (lyr.); ν. ἀνακαλούμενον Id.Hel.966.
2 without sense of motion, beneath, below, ἔ. πόδες καὶ χεῖρες ὕπερθε Il.13.75, cf. 78; ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ [ἵπποι] 11.282, cf. 535, etc.; πρόσωπά τε ν. τε γοῦνα Od.20.352; especially of the nether world, οἱ ἔ. θεοί the gods below, Il.14.274; τοῖς ἔ. νεκροῖς S.Ant.25 (lyr.), cf. El.1068; κοίταν ἔχει ν. Id.OC1707 (lyr.); ἔνερθ' ὑπὸ γῆς, ὑπὸ γᾶν, Hes. Th.720, Pi.P.9.81; τοῖς.. ν. κἀπὶ γῆς ἄνω S. OT416; below, i.e. in the vale, E.Ba.752; βαιὸν δ' ἔ. S.Ph.20.
II as preposition with genitive, before or after its case, beneath, below, ἀγκῶνος ἔ. Il.11.252, cf. 234; γαίης ν. καὶ.. θαλάσσης 14.204; ν. γῆς Od.11.302; ἔνερθ' Ἀΐδεω Il.8.16; γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών S.Fr.686, cf. E.Ph. 505.
b from below, γῆς ἔνερθεν ἐς φάος A.Pers.222 (troch.).
2 subject to, in the power of, ἐχθρῶν ἔ. ὄντα S.Ph.666. —Never in Att. Prose; used by Hdt., ἔ. τῆς λίμνης 2.13 (abs. in metaph. sense, inferior, τοῖς ἅπασι 1.91); also in IG4.1485.57 (Epid.), Aret.CD1.3, Luc.Rh.Pr.4; in form νέρθε, IG12(2).74b21 (Mytil., iii B.C.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἔνερθεν Od.9.385, A.Pers.222, S.Ant.25, E.Alc.987, IG 42.103.57 (Epidauro IV a.C.); dór. y eol. ἔνερθα SEG 52.477.5 (Olimpia VI/V a.C.), A.D.Adu.153.17; νέρθε Il.11.282, S.OT 416, E.IA 1251, Call.Del.32, Theoc.25.146, SIG 968.9 (Mitilene III a.C.), ICil.41.4 (Seleucia de Pieria I a.C.); νέρθεν Il.11.535, Od.11.302, Hp.Oss.12, A.Pr.153, S.OC 1707, E.Alc.1139, Theoc.21.13, Luc.Bacch.2
A adv.
1 c. idea de procedencia desde abajo νέρθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν, op. ὑψόθεν Il.20.57, νέρθε δὲ πάσας (νήσους) ... ὤχλισσε Call.l.c., ἄλλο δ' ἔ. σαρκὸς ὑπὲκ ... ἀνατέλλεται Opp.H.1.284, ἄνω καὶ ἔ. τινάσσων δεξιτερήν Nonn.D.19.109
ref. Hades y el mundo subterráneo πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν εἰς φῶς A.Pers.630, cf. E.Alc.1139, οὐ ... ἀνάξεις ποτ' ἔνερθεν ... τοὺς φθιμένους ἄνω E.Alc.987, cf. Hel.966.
2 sin idea de procedencia abajo, debajo, por debajo
a) c. partes del cuerpo μαιμώωσι δ' ἔ. πόδες καὶ χεῖρες ὕπερθε Il.13.75, cf. 78, Nic.Th.722, (ἵπποι) ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ Il.11.282, cf. Od.9.385, εἰλύαται ... πρόσωπά τε νέρθέ τε γοῦνα Il.20.352, παρθένε τὰν κεφαλὰν τὰ δ' ἔ. νύμφα ¡oh doncella en lo que hace a la cabeza pero desposada en lo de abajo! Praxill.8, αὐτὴ (φλέψ) νέρθεν ὑπονεμομένη Hp.l.c., τὰ δὲ ἔ. ὄφιος la parte de abajo (era) de serpiente Hdt.4.9, cf. Luc.l.c., Clem.Al.Strom.3.4.34, οἱ ἔ. ποσσὶν ὑπεκλύσθη νηὸς τρόπις A.R.1.532;
b) de partes de objetos αἵματι δ' ἄξων νέρθεν ἅπας πεπάλακτο Il.11.535, cf. AP 5.204 (Mel.);
c) de lugares μιν λᾶαν θῆκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔ. Od.13.163, γαῖα δ' ἔ. χώρησεν h.Cer.429, τὸν ... κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν ... σάματι Pi.P.9.81, βαιὸν δ' ἔνερθεν ἐξ ἀριστερᾶς τάχ' ἂν ἴδοις ... κρηναῖον S.Ph.20, cf. Theoc.25.146, αἳ Κιθαιρῶνος λέπας νέρθεν κατῳκήκασιν E.Ba.752, ἀὴρ μέν ὕπερθεν ἔ. δὲ πόντος Mosch.2.133
ref. el Hades y el mundo subterráneo ἔνερθ' ὑπὸ γῆς Hes.Th.720, κοίταν δ' ἔχει νέρθεν S.OC 1707, ἔ. ναίω IMEG 46.11 (Alejandría, imper.), en uso adj. οἱ ἔ. θεοί los dioses de debajo, e.e. los dioses infernales, Il.14.274, cf. IMEG 46.2 (Alejandría, imper.), εἰς τοὺς ἔ. καὶ κάτω χθονὸς τόπους A.Eu.1023, οἱ ἔ. νεκροί S.Ant.25, οἱ ἔνερθ' Ἀτρεῖδαι S.El.1068, cf. E.IA 1251;
d) fig., ref. a las clases sociales abajo ὁ δὲ ... ἔ. ἐὼν τοῖσι ἅπασι y siendo él inferior en todo Hdt.1.91.
B prep. c. gen.
I 1c. idea de procedencia desde debajo de ἐσθλά σοι πέμπειν ... γῆς ἔνερθεν εἰς φάος A.Pers.222.
2 sin idea de procedencia bajo, debajo de, por debajo de
a) de partes del cuerpo ἀγκῶνος ἔ. Il.11.252, cf. Aret.CD 1.3.6, θώρηκος ἔ. Il.11.234, cf. Theoc.21.13, Q.S.2.464;
b) de lugares γαίης νέρθε ... καὶ ... θαλάσσης Il.14.204, cf. Od.11.302, Thgn.567, E.Ph.505, τόσσον ἔ. Ἀΐδεω ὅσον οὐρανός ἐστ' ἀπὸ γαίης Il.8.16, cf. A.Pr.153, ἔ. ... χθονός A.Pr.500, cf. Emp.B 52, οὐδὲ γῆς ἔ. ᾤχου θανών; S.Fr.686, νέρθε Ῥόδου (yace) bajo el suelo de Rodas, ICil.l.c., ὧν (τῶν λουτρῶν) δὴ ἔ. τὸ πῦρ καίεται Procop.Aed.2.6.11, cf. Euagr.Schol.HE 4.31.
3 ref. rutas río abajo ἄρδεσκε Αἴγυπτον τὴν ἔ. Μέμφιος (el Nilo inundado) irrigaba la zona de Egipto río abajo de Menfis, e.d. pasada Menfis Hdt.2.13, cf. 18, A.R.2.844.
II fig.
1 c. gen. de pers. bajo, en poder de ἐχθρῶν μ' ἔνερθεν ὄντ' ἀνέστησας S.Ph.666
por debajo de, al mando de κατάλλογος (sic) Μενεκλείδας· ἔνερθεν Οἰσείαθεν IG l.c., cf. SEG 11.414.28 (Epidauro III a.C.).
2 por debajo de, en situación de inferioridad respecto de πολλῷ ἔ. ἄγων αὐτὸν μέσου ἀνδρὸς Μήδου considerándolo muy inferior a un hombre medo medio Hdt.1.107, πολὺ ἔ. τῆς ποιητικῆς μεγαληγορίας Luc.Rh.Pr.4.
• Etimología: Adv. c. vocal protética y rel. c. u. nertrusinistro’, osc. nertra-ka sinistra’ y c. voc. ø, aisl. nordrnorte’ c. el mismo suf. que gr. νέρτερος.

German (Pape)

[Seite 839] vor Vocalen u. nach Versbedarf bei Dichtern ἔνερθεν, dor. nach Apoll. Dysc. ἔνερθα, ep. auch νέρθεν, w. m. s., – 1) von unten, von untenher; im Gegensatz von ὑψόθεν, Il. 20, 56; von ὕπερθε, 13, 75; vgl. 20, 57 Od. 13, 163; πέμψατ' ἔνερθεν (aus der Unterwelt) ψυχὴν ἐς φῶς Aesch. Pers. 622, vgl. 218, wie Eur. οὐ γὰρ ἀνάξεις ποτ' ἔνερθεν τοὺς φθιμένους ἄνω, Alc. 985, vgl. Hero. Fur. 608. – 2) unten, bes. ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν, unter die Erde, Pind. P. 9, 84; ἔνερθ' ὑπὸ γῆς Hes. Th. 720; οἱ ἔν. θεοί, Götter der Unterwelt, Il. 14, 274; bei Aesch. Ch. 123 οἱ γῆς ἔν. δαίμονες; von den Todten οἱ ἔν. νεκροί Soph. Ant. 25 u. A. Häufig c. gen., ἔνερθ' Ἀΐδεω, unterhalb des Hades, Il. 8, 16; ἀγκῶνος, θώρηκος ἔν., 11, 234. 252; οἱ ἔνερθε τῆς λίμνης οἰκέοντες Her. 2, 13. 4, 65; χθονός Aesch. Prom. 498, der auch οἱ ἔν. καὶ κάτω χθονός vrbdt, Eum. 977; μαστῶν Luc. D. Mar. 14, 3; übertr., ἐχθρῶν ἔν. ὄντα, unterlegen, Soph. Phil. 662, wie τῆς ῥητορικῆς μεγαληγορίας Luc. rhet. praec. 4.

French (Bailly abrégé)

dev. une voy. ou pour allonger le ε final, ἔνερθεν;
adv. et prép.
I. adv. 1 de l'intérieur de la terre, de dessous terre;
2 en dessous, en bas ; en parl. des enfers sous la terre : οἱ ἔνερθε θεοί IL les dieux des enfers;
II. prép. avec le gén.
1 de dessous, au-dessous de : γῆς ἔνερθεν ἐς φάος ESCHL de dessous la terre en venant à la lumière du jour;
2 au-dessous de : ἔνερθ' Ἀΐδεω IL au-dessous du séjour d'Hadès;
3 fig. au-dessous, càd au pouvoir de : ἐχθρῶν ἔνερθε SOPH au pouvoir de mes ennemis.
Étymologie: ἐν, -θε.

Russian (Dvoretsky)

ἔνερθε: (ν) adv.
1 снизу (τινάσσειν γαῖαν Hom.);
2 вниз (ὑπὸ γᾶν κρύψαι τι Pind.);
3 внизу (ὑπὸ γῆς Hes.): οἱ ἔ. θεοί Hom. боги подземного царства; οἱ ἔ. νεκροί Soph. усопшие.
(ν) в знач. praep. cum gen.
1 ниже, под (Ἀΐδεω Hom.; χθονός Aesch.; λίμνης Her.; μαστῶν Luc.);
2 под властью, во власти (τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔνερθε: καὶ πρὸ φωνήεντος -θεν· Δωρ. καὶ Αἰολ. ἔνερθα ἐν Α. Β. 563, 25· ὡσαύτως συντετμημ. χάριν τοῦ μέτρου νέρθε καὶ νέρθεν (ἐν τοῦ ἐν, ἔνεροι, πρβλ. ὑπέρ, ὕπερθε): Ι. Ἐπίρρ., ἐν τῶν κάτω, κάτωθεν, αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε Ἰλ. Υ. 57· πέμψατ’ ἔνερθεν ψυχὴν εἰς φῶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 630· πῶς τήνδ’ ἔπεμψας νέρθεν ἐς φάος τόδε; Εὐρ. Ἄλκ. 1139· πρβλ. 985· νέρθεν ἀνακαλούμενον ὁ αὐτ. Ἑλ. 966. 2) ἄνευ τῆς ἐννοίας κινήσεως, κάτω, ὑποκάτω, ἔν. πόδες καὶ χεῖρες ὕπερθε Ἰλ. Ν. 75, πρβλ. 78· ῥαίνοιτο δὲ νέρθε κονίη ἵππος Λ. 282, πρβλ. 535, κτλ.· πρόσωπά τε νέρθε τε γοῦνα Ὀδ. Υ. 352: ― ἰδίως ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, οἱ ἔνερθε θεοί, οἱ κάτω θεοί, Λατ. dii inferi, Ἰλ. Ξ. 274· τοῖς ἔν. νεκροῖς Σοφ. Ἀντ. 25, πρβλ. Ἠλ. 1069· κοίταν ἔχειν νέρθεν ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1707· ὡσαύτως, ἔνερθ’ ὑπὸ γῆς, ὑπὸ γᾶν Ἡσ. Θ. 720, Πινδ. Π. 9. 142· τοῖς... νέρθε κἀπὶ γῆς ἄνω Σοφ. Ο. Τ. 416: ― κάτω, δηλ. ἐν τῷ πεδίῳ, Εὐρ. Βάκχ. 752· βαιὸν δ’ ἔνερθεν, ὀλίγον παρακάτω, Σοφ. Φιλ. 20. ΙΙ. ὡς πρόθ. μετὰ γεν., προτασσομένη ἢ ἐπιτασσομένη τοῦ πτωτικοῦ, ἀγκῶνος ἔνερθε Ἰλ. Λ. 252· πρβλ. γαίης νέρθε... καὶ... θαλάσσης Ξ. 204· νέρθεν γῆς Ὀδ. Λ. 302· ἔνερθ’ Ἀΐδεω Ἰλ. Θ. 16· οὕτω παρὰ Τραγ., γῆς ἔνερθεν ἐς φάος Αἰσχύλ. Πέρσ. 222, Εὐρ. Φοίν. 505· ἀλλ’ ὡσαύτως ἁπλῶς ἐπὶ νεκροῦ τεθαμμένου, ἔζης ἄρ’ οὐδὲ γῆς ἔνερθ’ ᾤχου θανών; Σοφ. Ἀποσπ. 603. 2) ὑποκάτω, ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινός, ὃς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν μ’ ἔνερθεν ὄντ’ ἀνέστησας πέρα ὁ αὐτ. Φιλ. 666: ― Οὐδέποτε ἐν τῇ δοκίμῳ Ἀττ. Πεζογραφίᾳ, ἀλλ’ ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., ἔν. τῆς λίμνης 2. 13· ἀπολ. 1. 91, ὡσαύτως ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1034, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 4.

English (Slater)

ἔνερθε below τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.81)

Greek Monolingual

ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α)
1. από κάτωἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν», Ομ. Ιλ.)
2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ' ἔνερθε πόδες και χεῖρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.)
3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ. με σημ. επιθ.) υποχθόνιοι («οί ἔνερθε θεοί», Ομ. Ιλ.)
4. (για πρόσ.) υποχείριος, κάτω από την εξουσία («ἐχθρῶν ἔνερθεν ὄντα», Σοφ. Φιλ.)
5. (ως καταχρηστ. πρόθ. συντάσσεται με γεν. και προτάσσεται ή επιτάσσεται αμέσως) πιο κάτω, πιο βαθιά (α. «ἔνερθ' Ἀίδεω», Ομ. Ιλ.)
β. «γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών», Σοφ. αποσπ.)
6. α) «ἔνερθε γῆς» ή «γῆς ἔνερθεν» — μέσα από τη γη, από τα μύχια της γης
β) «ἔνερθ' ὑπὸ γῆς» — στα βάθη της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ένερθε(ν) σχηματίστηκε αναλογικά προς το αντίθετό του ύπερθε(ν), όπως εξάλλου και το συγγενές του εγέρτερος κατά το υπέρτερος. Συνδέθηκε με ουμβρ. nertru «αριστερός», οσκ. nertra-k «αριστερά», που αντιστοιχούν επακριβώς στο νέρτερος. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν την περιοχή που ο ήλιος είναι χαμηλά, δύει, δηλ. την αριστερή μεριά αυτού που στρέφεται προς την Ανατολή. Στην ίδια λεξιλογική ομάδα φαίνεται ότι ανήκει και το ένεροι, που χρησιμοποιείται όμως μόνο για τους νεκρούς. Πρόκειται ίσως για νεώτερο σχηματισμό της Ελληνικής που, όπως υποστηρίχθηκε, προήλθε από την φρ. οἱ ἐν ἔρᾳ «αυτοί που είναι μέσα στη γη» και έπειτα με συμφυρμό τών ένεροι και νέρθε(ν), νέρτερος προήλθαν τα ένερθε(ν), ενέρτερος].

Greek Monotonic

ἔνερθε: πριν από φωνήεν -θεν, ποιητ. επίσης -νέρθε, -θεν (από το ἐν, ἔνερ-οι, πρβλ. ὑπέρ, ὕπερθε
I. 1. επίρρ., από κάτω, κάτωθεν, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.
2. χωρίς σημασία κίνησης, από κάτω, κάτω, σε Όμηρ.· οἱ ἔνερθε θεοί, οι θεοί του Κάτω Κόσμου, Λατ. dii inferi, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. ως πρόθ. με γεν., από κάτω, κάτω από, σε Όμηρ., Τραγ.
2. υποκείμενος σε, αυτός που βρίσκεται κάτω από την εξουσία κάποιου, σε Σοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv., prep.
Meaning: (from) below, below.
Other forms: also νέρθε(ν) (Hom.), ἔνερθα (Dor. Lesb.)
Compounds: Also ὑπ-, ἐπ-ένερθε(ν). See Lejeune Les adv. en -θεν, esp. 341ff.
Derivatives: Compare ἔνεροι those below, those below the earth, of the dead and the gods below the earth (Hom.), ἐνέρτερος, νέρτερος below (the earth) (Hom.), sup. ἐνέρτατος the lowest (Emp.).
Origin: IE [Indo-European] [765] *ner-(ter-o-) the one below
Etymology: Cf. the opposites ὕπερ-θε(ν), ὑπέρ-τερος, -τατος, to ὑπέρ; also ὕπερον, ὑπέρα (s. vv.). - A good formal agreement to νέρτερος gives Italic in Umbr. nertru sinistro, Osc. nertra-k a sinistra. One compares further Germanic words for north, e. g. OWNo. norđr n., which requires zero grade: PGm. *núrÞra-, IE *nr̥tro-. Basic meaning: region where the sun is below, or left side of someone who prays when turning to the east. Another formation in Arm. ner-k-in the one below (cf. i nerkoy, i nerkust (from) below). Diff. again is Skt. naraka- hell (Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. II: 2, 150). Without consonantal suffix Toch. B ñor below; also A ñare, B nray, nrey world below, hell rather LW [loanword] from Skt.. niraya- id.; cf. Duchesne-Guillemin BSL 41, 180. - As Armenian has no e-, this may be a Greek innovation. (Improbable Bezzenberger BB 27, 174, Güntert IF 27, 49 and Sonne KZ 14, 11: ἔν ἔρᾳι = in the earth). - Further to Lith. neriù, ner̃ti dive in, slip in etc. (s. δενδρύω)? S. also νειρός. - The e- may be compared with that of ἐκεῖ?

Middle Liddell

before a vowel -θεν [from ἐν, ἔνεροι [cf. ὑπέρ, ὕπερθε
I. adv., from beneath, up from below, Il., Aesch., Eur.
2. without sense of motion, beneath, below, Hom.; οἱ ἔνερθε θεοί the gods below, Lat. dii inferi, Il.
II. as prep. with genitive beneath, below, Hom., Trag.
2. subject to, in the power of, Soph.

Frisk Etymology German

ἔνερθε: {énerthe(n)}
Forms: auch νέρθε(ν) (ep. ion. poet.), ἔνερθα (dor. lesb.) Adv. und Präp.
Meaning: ‘(von) unten, unter(halb)’.
Composita: Auch ὑπ-, ἐπένερθε(ν). Näheres bei Lejeune Les adv. en -θεν, bes. 341ff.
Derivative: Daneben ἔνεροι die Untern, Unterirdischen, von den Toten und unterirdischen Göttern (ep. poet.), ἐνέρτερος, νέρτερος unterirdisch, unterer (ep. poet.), Sup. ἐνέρτατος der unterste (Emp.).
Etymology: Zur Bildung vgl. die Opposita ὕπερθε(ν), ὑπέρτερος, -τατος, zu ὑπέρ; auch ὕπερον, ὑπέρα (s. dd.). — Ein genaues formales Gegenstück zu νέρτερος bietet das Italische in umbr. nertru sinistro, osk. nertra-k a sinistra; sehr verlockend ist die weitere Heranziehung des germanischen Wortes für Norden, z. B. awno. norđr n., das allerdings Schwundstufe voraussetzt: urg. *núrþra-, idg. *nr̥tro-. Grundbedeutung: Gegend wo die Sonne unten ist, bzw. linke Seite des gegen Osten sich wendenden Beters. Eine andere Bildungsweise zeigt arm. ner-k‘-in der untere (vgl. i nerkoy, i nerkust unten, von unten), wieder anders aind. naraka- Hölle (Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. II: 2, 150). Ohne konsonantisches Suffix toch. B ñor unter (Grundform sonst unklar); dagegen A ñare, B nray, nrey Unterwelt, Hölle eher LW aus aind. niraya- ib.; vgl. die Lit. bei Duchesne-Guillemin BSL 41, 180. — Da das anlautende ἐ- in ἔνεροι usw. im Armenischen fehlt, dürfte es sich um eine griechische Neuerung handeln. Nach Bezzenberger BB 27, 174 wäre ἔνεροι als Hypostase aus οἱ ἐν ἔρᾳ "die in der Erde" von νέρθε und νέρτερος zu trennen; erst durch Kontamination hätten sich daraus ἔνερθε und ἐνέρτερος ergeben. Ähnlich Güntert IF 27, 49 mit Sonne KZ 14, 11: ἔνεροι zu ἐν als "die drinnen (= in der Erde)". Eine Benennung "die Binnenirdischen" oder "die Innern" für "die Unterirdischen" ist indessen mehr logisch als glaubhaft. — Weitere Beziehung zu lit. neriù, ner̃ti untertauchen, hineinschlüpfen usw. (s. δενδρύω) ist auch zu erwägen. S. auch νειρός. — WP. 2, 333f., Pok. 765f.
Page 1,514-515

English (Woodhouse)

below, from the underworld, from the under-world, in the underworld, in the under-world

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)