κενανδρία

Revision as of 15:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ἡ,

   A lack of men, A.Pers.730 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, Mangel an Männern od. Menschen, Aesch. Pers. 716.

Greek (Liddell-Scott)

κενανδρία: ἡ ἔλλειψις ἀνδρῶν, κατάστασις ἐρημώσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 730.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépopulation.
Étymologie: κένανδρος.

Greek Monolingual

κενανδρία, ἡ (Α) κένανδρος
η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾱν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κενανδρία: ἡ, έλλειψη ανδρών, πολιτεία με λίγους κατοίκους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κενανδρία: ἡ отсутствие мужского населения или безлюдье Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενανδρία -ας, ἡ [κένανδρος] ontvolking.

Middle Liddell

κενανδρία, ἡ,
lack of men, dispeopled state, Aesch. [from κένανδρος

English (Woodhouse)

lack of men, want of men