τρυχηρός

Revision as of 15:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ά, όν,

   A ragged, tattered, worn out, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν . . χρόα λακίσματα E.Tr.496.    II wearing, tormenting, grievous, τρυχηρᾷ καὶ πολυμερίμνῳ βασάνῳ περιπεσόντες Vett. Val.109.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρυχηρός: -ά, -όν, ῥακώδης, «κουρελιασμένος», τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Εὐρ. Τρῳ. 496.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
usé, déchiré.
Étymologie: τρύχω.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος
2. βασανιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, τολμ-ηρός)].

Greek Monotonic

τρῡχηρός: -ά, -όν (τρῦχος), ρακώδης, κουρελιασμένος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τρῡχηρός: изношенный, изорванный: τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Eur. изорванные лохмотья на истерзанном теле.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυχηρός -ά -όν [τρῦχος] versleten, gehavend.

Middle Liddell

τρῡχηρός, ή, όν τρῦχος
ragged, tattered, Eur.

English (Woodhouse)

ragged, tattered, torn, of clothes