νοτίς

Revision as of 16:05, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A moisture, A.Fr.481, E.Ph.646 (lyr.), Pl.Ti.60d, Thphr.CP 5.6.1, etc. ; ποντία ν. E.Hec.1259 ; of perspiration, Arist.Pr.866a21, Gal.10.541.

Greek (Liddell-Scott)

νοτίς: -ίδος, ἡ, (νότος) ὑγρασία, ὑγρότης, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 403, Εὐρ. Ἑκ. 1259, Φοίν. 646, Πλάτ. Τίμ. 60D, κτλ.· ἐπὶ ἱδρῶτος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
humidité.
Étymologie: νότος.

Greek Monolingual

νοτίς, -ίδος, ἡ (Α)
υγρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρτ-ίς)].

Greek Monotonic

νοτίς: -ίδος, ἡ (νότος), υγρασία, υγρότητα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νοτίς: ίδος (ῐδ) ἡ влага, вода (ποντία Eur.; κρυσταλλοειδής Plut.): ν. ὀμμάτων Eur. слезы; πεύκης ν. Anth. сосновая смола.

Middle Liddell

νοτίς, ίδος, ἡ, νότος
moisture, wet, Eur.

English (Woodhouse)

moisture, spring, weeping, flood of tears, shower of tears, stream of tears, tears