ἄσαντος

Revision as of 14:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον, (σαίνω)

   A not to be soothed, ungentle, θυμός A.Ch.422 (lyr.).    II = οὐ σαίνων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 368] nicht durch Schmeicheleien zu rühren, hartherzig, Aesch. Ch. 416 θυμός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut fléchir par des caresses, inflexible.
Étymologie: ἀ, σαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
que no se ablanda, inflexible θυμός A.Ch.421, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἄσαντος, -ον (Α)
αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σαίνω «κολακεύω, θωπεύω»].

Greek Monotonic

ἄσαντος: -ον (σαίνω), αυτός που δεν έχει καταπραϋνθεί, σκληρός, άκαμπτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσαντος: неумолимый, жесткий (θυμός Aesch.).

Middle Liddell

σαίνω
not to be soothed, ungentle, Aesch.