σακκίον

Revision as of 19:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Att. σᾰκίον, τό, Dim. of σάκκος or σάκος,

   A small bag, σ. θερμά poultices, Hp.Loc.Hom.39, cf. X.An.4.5.36, Ostr.Bodl. i 321 (ii B.C., -κκ-), Dsc.5.109; σακίον, ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται a bag, such as those in which... Ar.Fr.328.    2 later, sackcloth, mourning, Men.544.4, J.AJ2.3.4, Plu.2.168d.

German (Pape)

[Seite 858] att. σάκιον, τό (s. oben), dim. von σάκκος, kleiner Sack, Beutel; Xen. An. 4, 5, 36, D. Sic. 13, 106, kleiner Durchschlag, kleines Seihetuch. – Die Betonung σάκκιον ist falsch.

Greek (Liddell-Scott)

σακκίον: Ἀττ. σᾰκίον, τό, ὑποκορ. τοῦ σάκκοςσάκος, μικρὸς σάκκος, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 36· σακίον, ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται, σακκίδιον ὡς ἐκεῖνα ἐν οἷς ..., Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 305. 2) παρὰ μεταγεν., ἔνδυμα τρίχινον, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμοσι» 4· πένθος, Βυζ.

Greek Monolingual

και αττ. τ. σακίον, τὸ Α
βλ. σακί.

Greek Monotonic

σακκίον: Αττ. σᾰκίον, τό,
1. υποκορ. του σάκκος ή σάκος, μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι, πουγκί, σε Ξεν.
2. χοντρό ένδυμα από τρίχες κατσίκας, που το φορούσαν σε ένδειξη πένθους, το ίδιο το πένθος, σε Μένανδρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σακ(κ)ίον -ου, τό zakje; geneesk.. σακκία θερμά warme kompressen Hp.

Middle Liddell

σακκίον, αττιξ σᾰκίον, ου, τό, [Dim. of σάκκος or σάκος
1. a small bag, Xen.
2. sackcloth, mourning, Menand.

English (Woodhouse)

bag