τρωχάω

Revision as of 20:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Ep. for τρέχω,

   A run, gallop, ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι Il. 22.163, cf. Od.6.318, A.R.3.874.

Greek (Liddell-Scott)

τρωχάω: Ἐπικ. ἀντὶ τρέχω, τρέχω, καλπάζω, ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι Ἰλ. Χ. 163· ― πρβλ. Ὀδ. Ζ. 318, καὶ ἴδε ἐν λέξ. πλίσσομαι· πρβλ. τρωπάω, στρωφάω, κλπ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. τρέχω.

English (Autenrieth)

(τρέχω), ipf. τρώχων: run.

Greek Monotonic

τρωχάω: Επικ. αντί τρέχω, τρέχω γρήγορα, καλπάζω, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τρωχάω: эп. (только praes. и impf. τρώχων) = τρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρωχάω [τρέχω] ep. voor τρέχω, rennen, galopperen.

Middle Liddell

τρωχάω,
to run fast, gallop, Hom. [Frequent. of τρέχω

Frisk Etymology German

τρωχάω: {trōkháō}
See also: s. τρέχω.
Page 2,939