διαφθαρτικός

Revision as of 20:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ή, όν,

   A destructive, fatal, Arist.Pr.865a8, Poll.5.132.

German (Pape)

[Seite 611] ή, όν, verderblich, φάρμακον Poll. 5, 132.

Greek (Liddell-Scott)

διαφθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 47, Πολυδ. Ε΄, 132.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
destructivo φάρμακον Arist.Pr.865a8, Poll.5.132, c. gen. δ. τῆς ψυχῆς Apollon.Lex.s.u. θυμοραϊστής.

Greek Monolingual

διαφθαρτικός -ή, -όν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός.

Russian (Dvoretsky)

διαφθαρτικός: губительный, гибельный, т. е. ядовитый (φάρμακον Arst.).