δύσοδος

Revision as of 20:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ον,

   A hard to pass, scarce passable, Th.1.107, Poll.3.96.

German (Pape)

[Seite 685] unwegsam, schwer zu passiren; Thuc. 1, 107; Poll. 3, 96.

Greek (Liddell-Scott)

δύσοδος: -ον, δυσδιόδευτος, δύσβατος, Θουκ. 1. 107, Πολυδ. Γ΄, 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’accès difficile, infranchissable.
Étymologie: δυσ-, ὁδός.

Spanish (DGE)

-ον
casi impracticable, difícil de atravesarde montañas, Th.1.107, de una región, Str.17.1.54, πέτρα I.AI 15.347, ὁδός Poll.3.96, Malch.18.119, πόλις Poll.9.22
subst. τὸ δ. mal caminoἈννίβας ... δυσόδοις ἐνέτυχη D.C.Epit.8.25.3.

Greek Monolingual

δύσοδος, -ον (Α)
δύσβατος.

Greek Monotonic

δύσοδος: -ον, δύσκολα προσπελάσιμος, δύσβατος, κακοτράχαλος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δύσοδος: непрохожий, непроезжий, бездорожный (ἡ Γερανία Thuc.).

Middle Liddell

δύσ-οδος, ον
hard to pass, scarce passable, Thuc.