δυσδιόδευτος

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιόδευτος Medium diacritics: δυσδιόδευτος Low diacritics: δυσδιόδευτος Capitals: ΔΥΣΔΙΟΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysdiódeutos Transliteration B: dysdiodeutos Transliteration C: dysdiodeftos Beta Code: dusdio/deutos

English (LSJ)

δυσδιόδευτον, = δυσδι-ήλῠτος, Hsch.; of a child's tissues, Sor.1.95.

Spanish (DGE)

-ον
1 de difícil paso, intransitable τόποι Pall.Gent.Ind.1.14, χωρίον Olymp.M.93.245D, cf. Hsch.s.u. δυσδιήλυτα, Eust.1001.28.
2 de un lactante que deja pasar con dificultad βρέφος ... δυσδιόδευτον ... πρὸς τὸ παχύτερον ἀκμὴν γάλα Sor.2.10.71.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιόδευτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

δυσδιόδευτος, -ον (AM)
1. ο δυσδίοδος
2. το ουδ. ως ουσ. το δυσδιόδευτον
το δύσκολο πέρασμα.

German (Pape)

δυσδίοδος, Sp.