στραγγεία

Revision as of 21:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ἡ,

   A hesitation, loitering, rejected by Poll.9.137; restd. for στρατεία in M.Ant.4.51, and for στρατηγία in Hsch. s.v. τευτασμός.

German (Pape)

[Seite 950] ἡ, das Zaudern, Poll. 9, 137.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγεία: ἡ, δισταγμός, ὄκνος, μέλλησις, «χρονοτριβή», ἀδόκιμον παρὰ Πολυδ. Θ΄ , 137· ἀλλ’ οὕτως ἀναγνωστέον παρὰ Μάρκ. Ἀντων. 4. 51.

Greek Monolingual

ἡ, Α στραγγεύω
δισταγμός, επιφυλακτικότητα.