φόρετρον

Revision as of 21:06, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

τό,

   A expenses of transport, PCair.Zen.13.2 (iii B. C.), Wilcken Chr.30i7 (iii/ii B. C.), Ostr.Bodl. ii 14 (ii/i B. C.), Poll.7.133, etc.; also φόρεθρον, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1299] τό, Trägerlohn, Poll. 133.

Greek (Liddell-Scott)

φόρετρον: τό, κόμιστρον, μισθὸς ἀχθοφόρου, Πολυδ. Ζϳ, 133.

Greek Monolingual

και φόρεθρον και φόλετρον και φόλλετρον, τὸ, Α
αμοιβή που δίνεται για μεταφορά φορτίων, κόμιστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επίθημα -ε-τρον (πρβλ. θέρ-ε-τρον). Ο τ. φόρεθρον με επίθημα -θρον, ενώ οι τ. φόλετρον, φόλλε-τρον με ανομοίωση του -ρ- σε -λ-].