κόμιστρο

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

το (Α κόμιστρον]
συν. στον πληθ. τα κόμιστρα
πληρωμή ή αμοιβή μεταφοράς, κομιστικά, μεταφορικά
αρχ.
συν. στον πληθ. τά κόμιστρα
α) ευγνωμοσύνη για διάσωση
β) πληρωμή για την επιστροφή χαμένου αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομίζω + επίθημα -τρον που απαντά συχνά σε λ. οι οποίες δηλώνουν πληρωμή ή αμοιβή (πρβλ. στον πληθ. δίδακ-τρα, λύ-τρα)].