ἀμφιμήτριος

Revision as of 21:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ον, (μήτρα)

   A round the womb, concerning it, σημεῖον Hp.Epid.7.19 acc. to Gal.19.78 (dub.).    2 ἀμφιμήτρια, τά, ship's bilge, = ἐγκοίλια, Artem.4.30, Poll.1.87.    II (μήτηρ) by different mother, Lyc.19.

German (Pape)

[Seite 141] 1) = – μήτωρ, Lyc. 19. – 2) um die Gebärmutter, Hippocr. – 3) τὸ ἀμφιμήτριον, nach Poll. 1, 87 Schiffsboden, od. nach Hesych. die Balken neben dem Kiel des Schiffes, s. Artemid. 4, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμήτριος: -ον, (μήτρα) ὁ πέριξ τῆς μήτρας, ἐν σχέσει πρὸς τὴν μήτραν, «ἀμφιμήτριον σημεῖον, οὕτως ὠνόμακεν ἐν τῷ β΄ τῶν ἐπιδημιῶν τὸ δηλωτικὸν τῶν περὶ τὰς μήτρας διαθέσεων» Ἱππ. παρὰ Γαλην., ὁ δὲ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «τὸ σημαντικὸν τῶν περὶ τὴν μήτραν παθῶν Ἱπποκράτης.» 2) ἀμφιμήτρια, τά, ὁ πυθμὴν τοῦ πλοίου, τὰ παρὰ τὴν τρόπιν μέρη· ἀλλαχοῦ ἐγκοίλια, «τὸ ἔδαφος τῆς νεῶς κύτος καὶ γάστρα καὶ ἀμφιμήτριον ὀνομάζεται» Πολυδ. 1.87, «ἀμφιμήτρια, τὰ μετὰ τὴν τρόπιν τῆς νεὼς ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐπιτιθέμενα» Ἡσύχ. ΙΙ. (μήτηρ) ἐκ διαφόρου μητρός, Λυκόφρ. 19.

Spanish (DGE)

-ον
1 relativo a la matriz σημεῖον Gal.19.78, Hsch.
2 de diferente madre κάσις Lyc.19.
3 mar. subst. sentina Poll.1.87, plu. τὰ ἀ. Artem.4.30, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) μήτρα
αυτός που βρίσκεται γύρω από τη μήτρα.
(II)
ἀμφιμήτριος, -ον (Α) μήτηρ
αμφιμήτωρ, αδελφός από άλλη μητέρα.