ἐϋκτήμων

Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (κτῆμα)

   A wealthy, Pi.N.7.92; εὐκτ- Paul. Al.M.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋκτήμων: -ον, (κτῆμα) ἔχων πολλὰ καὶ καλὰ κτήματα, εὐκτήμων, πλούσιος, Πινδ. Ν. 7. 135, Πολυδ. Γ΄, 109.

Greek Monolingual

ἐϋκτήμων, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά και καλά κτήματα, ο μεγαλοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + -κτήμων (< κτήμα < κτώμαι), πρβλ. α-κτήμων, φιλο-κτήμων].

Greek Monotonic

ἐϋκτήμων: -ον (κτῆμα), πλούσιος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐϋκτήμων: 2, gen. ονος богатый (ἀγυιά Pind.).