ἱστόποδες

Revision as of 21:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

οἱ,= κελέοντες,

   A the long beams of the loom, between which the web was stretched, AP7.424 (Antip.Sid.): sg., Eub.145,POxy.264.5 (i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱστόποδες: οἱ, = καλέοντες, αἱ μακραὶ δοκοὶ τοῦ ἱστοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ ὕφασμα διετείνετο, Ἀνθ. Π. 7. 424, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 36. - Ὑποκορ., ἱστοπόδια, τά, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 587-8 ἔκδ. Β.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
bâtons pour tendre l’étoffe sur le métier.
Étymologie: ἱστός, πούς.

Greek Monotonic

ἱστόποδες: οἱ (πούς), μακριά δοκάρια καταρτιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

πούς
the long beams of the loom, Anth.