διαφίημι
English (LSJ)
aor.
A διαφῆκα X. and Plb. (v. infr.): inf. διαφεῖναι D.23.171: fut. διαφήσουσι is f.l. in Th.7.32: dismiss, disband, τὸ στράτευμα ἐκ τῆς χώρας X.HG3.2.24; τὴν δύναμιν D.l.c.; an assembly, Plb.3.63.14,al.
German (Pape)
[Seite 611] (s. ἵημι), entlassen u. auseinander gehen lassen; τὸ στράτευμα Xen. Hell. 4, 4, 13; ἐπ' οἴκου Pol. 2, 54, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διαφίημι: ἀπολύω, διαλύω, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 24, Δημ. 677. 18.
French (Bailly abrégé)
f. διαφήσω, ao. διαφῆκα, etc.
laisser aller, congédier.
Étymologie: διά, ἀφίημι.
Spanish (DGE)
I c. colect.
1 disolver, despedir τὴν ἐκκλησίαν Plb.11.32.1, αὐτούς Plb.3.63.14, cf. 109.13, τὴν δύναμιν D.23.171, τοὺς μὲν Μακεδόνας ἐπ' οἴκου Plb.2.54.14, τοὺς συμμάχους Plu.Agis 15, τὴν στρατιάν Lib.Or.18.66.
2 dispersar (τὰ ὑποζύγια) πρὸς τὰς νομάς Plb.3.55.7, τὴν μὲν ἄλλην στρατιάν I.BI 7.17, ἄλλον ἄλλοσε Ael.VH 14.30, en v. pas. πρὸς ἃς ἕκαστοι τέχνας ἴσασιν I.BI 2.129.
II dejar ir τοὺς σκύλακας Plu.2.3b, ἄδετον ... κατὰ τὴν εἱρκτήν Aristaenet.1.20.4, αὐτὸν ἐκ τοῦ σπηλαίου Synes.Ep.121, en v. pas. τῇ τῶν ἐναντίων πυργοποιίᾳ διαφεθέντων (proyectiles) disparados contra la fortificación de los enemigos Const.Diac.Laud.M.88.508D
•fig. dejar, abandonar τὸ πᾶν ἀκυβέρνητον Gr.Nyss.Ep.4.5.
Greek Monolingual
διαφίημι (Α)
1. διαλύω, απολύω, αποπέμπω
2. επιτρέπω την αποχώρηση.
Greek Monotonic
διαφίημι: μέλ. -αφήσω, απομακρύνω, απολύω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαφίημι: (fut. διαφήσω, aor. διαφῆκα) распускать, отпускать (τὸ στράτευμα Xen.; τὴν δύναμιν Dem.; πάντας εἰς τὴν χειμασίαν Polyb.; τοὺς συμμάχους Plut.).