εὔδηλος

Revision as of 08:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A quite clear, abundantly manifest, A.Pers.1009 (lyr.), etc.; εὔ. [ἐστὶ] κελεύων may be seen bidding... Ar.Ach.1130 (sed cod. R ἔνδηλος) ; ῥυθμός easily distinguishable, Arist.Pr.882b9; εὔ. γράμματα plainly legible, POxy.1100.3 (iii A.D.); εὔδηλόν [ἐστιν] ὅτιPl.Plt.308d; φιλόσοφός τις εἶ—εὔδηλον Alex.135.11; ἐν εὐδήλῳ [ἐστί] Hp.de Arte9. Adv. -λως Plu. Thes.3.

German (Pape)

[Seite 1061] sehr sichtbar, wohl in die Augen fallend, πεπλήγμεθ', εὔδηλα γάρ, Aesch. Pers. 970; εὔδηλον ὅτι Plat. Polit. 308 d, wie Rep. IV, 491 c u. Folgde, Xen. Hell. 6, 1, 8; – c. partic., wie das simpl., Ar. Ach. 1130. – Adv. εὐδήλως, Plut. Thes. 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδηλος: -ον, ἐντελῶς φανερός, κατάδηλος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1009, κλ.· εὔδηλός ἐστι ποιῶν, εἶναι καταφανὴς τοῖς πᾶσι ποιῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1130· εὔδηλόν ἐστιν ὅτι... Πλάτ. Πολιτικ. 308D· φιλόσοφός τις εἶ ― εὔδηλον Ἄλεξις ἐν «Λίνῳ» 1. 11· ἐν εὐδήλῳ ἐστί Ἱππ. 6. 3· ἴδε ἐν λ. δῆλος. ― Ἐπίρ. -λως Πλουτ. Θησ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait visible.
Étymologie: εὖ, δῆλος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔδηλος, -ον)
ο εντελώς φανερός, ο ολοφάνερος («εὔδηλόν ἐστί ὅτι...» — είναι ολοφάνερο ότι...)
αρχ.
ευδιάκριτοςεὔδηλος ρυθμός», Αριστοτ.)
(«εὔδηλα γράμματα» — ευανάγνωστα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δήλος «φανερός»].

Greek Monotonic

εὔδηλος: -ον, ξεκάθαρος, πασίδηλος, ολοφάνερος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· εὔδηλός (ἐστι) ποιῶν, είναι ολοφάνερο σ' όλους αυτό που κάνει, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔδηλος:
1) ясно видимый, заметный Aesch.: εὔ. γέρων κλάειν κελεύων Λάμαχον Arph. вот он, старик, доводящий до слез (т. е. до бешенства) Ламаха;
2) ясный, очевидный: εὔδηλόν ἐστιν, ὅτι … Xen., Plat., Plut. ясно, что ….

Middle Liddell

εὔ-δηλος, ον
quite clear, manifest, Aesch., etc.: εὔδηλός [ἐστι] ποιῶν all may see him doing, Ar.

English (Woodhouse)

clear, evident, manifest