ξεκάθαρος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
-η, -ο
1. πολύ καθαρός
2. σαφής, κατανοητός
3. μτφ. διάφανος, διαυγής.
επίρρ...
ξεκάθαρα
σαφέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεκαθαρίζω].