θεόγλωσσος

Revision as of 08:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with the tongue of a god, γυναῖκες, of poetesses, AP9.26 (Antip. Thess.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόγλωσσος: -ον, ἔχων θείαν γλῶσσαν, περὶ ποιητριῶν, Ἀνθ. Π. 9. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la parole divine.
Étymologie: θεός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

θεόγλωσσος, -ον (Α)
(για ποιητή) αυτός που έχει θεϊκή γλώσσα, που τα ποιήματά του έχουν θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γλωσσος (γλώσσα), πρβλ. ά-γλωσσος, πολύ-γλωσσος].

Greek Monotonic

θεόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει τη γλώσσα των θεών, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θεόγλωσσος: одаренный божественным языком, т. е. поэтическим даром (γυναῖκες Anth.).

Middle Liddell

θεό-γλωσσος, ον γλῶσσα
with the tongue of a god, Anth.