ἀποπρίασθαι

Revision as of 14:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῐ], aor. with no pres., ἀποπρίω (for -πρίασο) τὴν λήκυθον

   A buy it off or up, Ar.Ra.1227.

German (Pape)

[Seite 320] nur aor. (ἀπωνέομαι), abkaufen, ἀποπρίω, imper., Ar. Ran. 1227.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπρίασθαι: ἀπαρ. ἀόρ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀποπρίω τὴν λήκυθον, ἀγόρασον αὐτήν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1227.

French (Bailly abrégé)

acheter.
Étymologie: ἀπό, πρίαμαι.

Greek Monotonic

ἀποπρίασθαι: απαρ. αορ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, αγοράζω ή εξαγοράζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπρίασθαι: (только imper. aor. ἀποπρίω) покупать (τι Arph.).

Middle Liddell

to buy off or up, Ar.