ἀποπρίασθαι
From LSJ
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
[ῐ], aor. with no pres., ἀποπρίω (for -πρίασο) τὴν λήκυθον buy it off or up, Ar.Ra.1227.
German (Pape)
[Seite 320] nur aor. (ἀπωνέομαι), abkaufen, ἀποπρίω, imper., Ar. Ran. 1227.
French (Bailly abrégé)
acheter.
Étymologie: ἀπό, πρίαμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπρίασθαι: (только imper. aor. ἀποπρίω) покупать (τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπρίασθαι: ἀπαρ. ἀόρ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀποπρίω τὴν λήκυθον, ἀγόρασον αὐτήν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1227.
Greek Monotonic
ἀποπρίασθαι: απαρ. αορ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, αγοράζω ή εξαγοράζω, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to buy off or up, Ar.