ἐφέσπερος

Revision as of 16:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, (ἑσπέρα)

   A western, νομός prob. in S.OC1059 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέσπερος: -ον, (ἑσπέρα) δυσμικός, χῶρος Σοφ. Ο. Κ. 1059.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au couchant, occidental.
Étymologie: ἐπί, ἑσπέρα.

Greek Monolingual

ἐφέσπερος, -ον (Α)
δυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕσπερος «δυτικός»].

Greek Monotonic

ἐφέσπερος: -ον (ἑσπέρα), δυτικός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφέσπερος: лежащий на западе, западный (χῶρος Soph.).

Middle Liddell

ἑσπέρα
western, Soph.