ἱστάρχης
English (LSJ)
ου, ὁ,= ἱστωνάρχης, Ostr.1155.
Greek Monolingual
ἱστάρχης, ὁ (Α)
ο ιστωνάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι-άρχης, τελετ-άρχης].
ου, ὁ,= ἱστωνάρχης, Ostr.1155.
ἱστάρχης, ὁ (Α)
ο ιστωνάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι-άρχης, τελετ-άρχης].