ἱστάρχης

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστάρχης Medium diacritics: ἱστάρχης Low diacritics: ιστάρχης Capitals: ΙΣΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: histárchēs Transliteration B: histarchēs Transliteration C: istarchis Beta Code: i(sta/rxhs

English (LSJ)

ἱστάρχου, ὁ, = ἱστωνάρχης, Ostr.1155.

Greek Monolingual

ἱστάρχης, ὁ (Α)
ο ιστωνάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, τελετάρχης].