covenant
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. σύμβασις, ἡ, συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό.
bond: P. συγγραφή, ἡ, συμβόλαιον, το, συνάλλαγμα, τό.
promise: P. and V. ὑπόσχεσις, ἡ.
make a covenant: P. and V. σύμβασιν ποιεῖσθαι; see v. covenant.
verb intransitive
P. and V. συμβαίνειν, συντίθεσθαι.
promise: P. and V. ὑπισχνεῖσθαι, ὑφίστασθαι, V. ὑπίσχεσθαι.
covenant with: P. and V. συμβαίνειν (dat.), συντίθεσθαι (dat ).