bond
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English > Greek (Woodhouse)
substantive
anything that binds: P. and V. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.
fetter: P. and V. πέδη, ἡ, V. ἀμφίβληστρα, τά, δεσμώματα, τά, ψάλια, τά.
bond of union, subs.: P. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.
written bond: P. συγγραφή, ἡ, Ar. and P. γράμματα, τά, γραμματεῖον, τό; see contract.
pledge: P. and V. πίστις, ἡ, πιστόν, τό, V. πιστώματα, τά.
they were anxious to do right beyond the letter of their bond: P. τὸ δίκαιον μᾶλλον τῆς συνθήκης προθύμως παρέσχοντο (Thuc. 4, 61).
adjective
in bondage: P. and V. δοῦλος.