familiarity
English > Greek (Woodhouse)
substantive
intimacy: P. οἰκειότης. ἡ, συνήθεια, ἡ, χρεία, ἡ.
affability: P. εὐπροσηγορία, ἡ, φιλανθρωπία, ἡ.
familiarity with, experience in: P. and V. ἐμπειρία, ἡ (gen.), ἐπιστήμη, ἡ (gen.), P. συνήθεια, ἡ (gen.).
this over-familiarity with tyrants is not safe for constitutional states: P. οὐκ ἀσφαλεῖς ταῖς πολιτείαις αἱ πρὸς τοὺς τυράννους αὗται λίαν ὁμιλίαι (Dem. 71).