peerless
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἄριστος, θαυμαστός, ἐξαίρετος, ἔκκριτος, ἐκπρεπής, διαπρεπής, V. ἔξοχος.
peerless in beauty: V. κάλλει ὑπερφέρων.
peerless beauty, subs.: V. καλλίστευμα, τό.
P. and V. ἄριστος, θαυμαστός, ἐξαίρετος, ἔκκριτος, ἐκπρεπής, διαπρεπής, V. ἔξοχος.
peerless in beauty: V. κάλλει ὑπερφέρων.
peerless beauty, subs.: V. καλλίστευμα, τό.