βυρσαίετος

Revision as of 17:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A leather-eagle, com. name of Cleon the tanner, Ar. Eq.197.

German (Pape)

[Seite 468] ὁ, Lederadler, heißt der Gerber Kleon, Ar. Equ. 197. 203.

Greek (Liddell-Scott)

βυρσαίετος: ὁ, ὁ δερμάτινος ἀετός, ἐπώνυμον τοῦ βυρσοδέψου Κλέωνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 197.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
« l’aigle corroyeur », sobriquet de Cléon, démagogue athénien qui était tanneur.
Étymologie: βύρσα, αἰετός.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ águila de cuero, águila coriácea en lenguaje oracular paródico dicho del curtidor Cleón, Ar.Eq.197, 203, 209.

Greek Monolingual

βυρσαίετος, ο (Α)
(περιφρονητική επωνυμία του Κλέωνος)
ο αϊτός το τομάρι, ο βυρσοδέψης που κάνει τον αϊτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + αιετός «αετός»].

Greek Monotonic

βυρσαίετος: ὁ, δερμάτινος αετός, προσωνύμιο του Κλέωνα του βυρσοδέψη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βυρσαίετος: ὁ ирон. кожевенный орел (прозвище Клеона) Arph.

Middle Liddell


leather-eagle, nickname of Cleon the tanner, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βυρσαίετος -ου, ὁ βύρσα, αἰετός kom. benaming voor de leerlooier Cleon ‘leer-adelaar’.