γυναικοήθης

Revision as of 17:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A of womanish disposition, Hsch. s.v. μαλακός.

German (Pape)

[Seite 510] ες, von weibischer Sinnesart, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοήθης: -ες, ἔχων γυναικεῖον ἦθος, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ες afeminado Hsch.s.u. μαλακός.

Greek Monolingual

γυναικοήθης, -ες (Α)
αυτός που έχει χαρακτήρα γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -ήθης < ήθος «χαρακτήρας» (πρβλ. κακοήθης, συνήθης)].