δαιθμός

Revision as of 17:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, (δαίω B)    A allotment of land, IG14.352ii23 (Halaesa).    II rule of distribution, IG12(5).50 (Naxos).

Greek (Liddell-Scott)

δαιθμός: ὁ, (δαίω Β) διαίρεσις, ὅριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 23.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
incendio Hsch.δ 43.

• Etimología: v. 1 δαίω.
-οῦ, ὁ
1 norma para la división de tierras δαιθμὸν ἐνφέρειν IG 92(1).609.10 (Naupacto VI/V a.C.), τὸν δαιθμὸν τὸν κείμενον παρὰ Διΐ IG 12(5).50.5 (Naxos), cf. Hsch.δ 67.
2 lote de tierra en plu. IGDS 196.2.23, 75 (Halesa I a.C.).

• Etimología: v. δαίομαι.

Greek Monolingual

δαιθμός, ο (Α)
1. κλήρος, τμήμα γης
2. μέθοδος, κανόνας διανομής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ)].