δαιθμός
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ὁ, (δαίω B)
A allotment of land, IG14.352ii23 (Halaesa).
II rule of distribution, IG12(5).50 (Naxos).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
incendio Hsch.δ 43.
• Etimología: v. 1 δαίω.
-οῦ, ὁ
1 norma para la división de tierras δαιθμὸν ἐνφέρειν IG 92(1).609.10 (Naupacto VI/V a.C.), τὸν δαιθμὸν τὸν κείμενον παρὰ Διΐ IG 12(5).50.5 (Naxos), cf. Hsch.δ 67.
2 lote de tierra en plu. IGDS 196.2.23, 75 (Halesa I a.C.).
• Etimología: v. δαίομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δαιθμός: ὁ, (δαίω Β) διαίρεσις, ὅριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 23.
Greek Monolingual
δαιθμός, ο (Α)
1. κλήρος, τμήμα γης
2. μέθοδος, κανόνας διανομής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ)].